- παρῳδήσῃ
- παρῳδέωwrite by way of parodyaor subj mid 2nd sgπαρῳδέωwrite by way of parodyaor subj act 3rd sgπαρῳδέωwrite by way of parodyfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενοτομώ — κενοτομῶ (ΑΜ) μσν. σπαταλώ, χάνω ανώφελα τον καιρό μου αρχ. (κατά παρώδηση τού καινοτομώ) κάνω μάταιες καινοτομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λεπτο τομώ, ορθο τομώ] … Dictionary of Greek